Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πονούν τα

  • 1 πονούν

    πονέω
    work hard: pres part act masc voc sg (attic epic doric)
    πονέω
    work hard: pres part act neut nom /voc /acc sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > πονούν

  • 2 πονοῦν

    πονέω
    work hard: pres part act masc voc sg (attic epic doric)
    πονέω
    work hard: pres part act neut nom /voc /acc sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > πονοῦν

  • 3 πονεω

         πονέω
        

    (Hom. только med., позже преимущ. act.)

        1) трудиться, работать, быть занятым
        

    (π. τινι, περί τι и κατά τι Hom. etc.)

        πόνους π. Soph. — переносить труды;
        πολλὰ π. Eur.много трудиться (ср. 2);
        πονέεσθαι κατὰ ὑσμίνην Hom. — быть занятым битвой;
        περὴ λήϊον π. Her. — трудиться на пашне;
        ἄλλως π. Soph., μάτην π. Eur. и ἀνήνυτα π. Plat. — трудиться понапрасну;
        ἅμιλλαν π. Eur. — принимать участие в состязании;
        π. ἡδέως εἴς τι Xen.с удовольствием заниматься чем-л.

        2) делать, выполнять
        

    (τὰ ἃ ἔργα Hom.)

        πολλὰ πονέεσθαι Hom.многое совершить (ср. 1);
        πονέεσθαι τύμβον Hom.возводить курган

        3) изготовлять
        

    (πονέεσθαι, sc. τρίποδας Hom.)

        4) тщательно расставлять, убирать
        5) зарабатывать, добывать (тяжелым) трудом
        

    (τὰ χρήματα, ἃ ἡμεῖς ἐπονήσαμεν Xen.)

        6) med. сражаться
        

    οἵ μιν ἴδοντο πονεύμενον Hom. — те, которые видели его сражающимся

        7) страдать, мучиться, томиться
        

    (δίψει Aesch.)

        π. πλευρὰν γλωχῖνι Soph. — страдать от стрелы, (засевшей) в боку;
        πεπόνηκα τὼ σκέλη Arph. — у меня болят ноги;
        ὀδύναις πεπονημένος Soph.измученный страданиями

        8) попасть в трудное положение, быть теснимым или находиться в окружении
        τὸ εὐώνυμον πονοῦν Thuc.зажатый левый фланг

        9) быть больным, болеть
        

    (π. τοὺς ὀφθαλμούς Arst.)

        ὅ πονούμενος Thuc.больной

        10) быть повреждаемым (поврежденным), пострадать
        

    (πονουμένη μάλιστα τῷ πολέμῳ, sc. ἥ πόλις Thuc.)

        ἐπισκευάζειν τὰς ναῦς, εἴ τίς τι ἐπεπονήκει Thuc. — починить суда, если какое-л. (из них) окажется поврежденным;
        πεπονηκότα ὅπλα Polyb.испорченное оружие

    Древнегреческо-русский словарь > πονεω

  • 4 λαιμά

    τα
    1) шея; горло; 2) анат. гланды, миндалины;

    πονούν τα λαιμά μου — или έχω τα λαιμά μου — у меня болит горло

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λαιμά

  • 5 μέσα

    μες (μεσ' перед σ) 1. επίρρ.
    1) внутрь; внутри;

    πολύ μέσα — в глубине;

    είναι μέσα ο πατέρας σου; — отец дома?;

    τώχω μεσ' στο συρτάρι το βιβλίο книга в ящике стола;

    περάστε μέσα, παρακαλώ — входите, прошу вас;

    έλα (ελατέ) μέσα — войди (входите);

    2):

    από μέσα — или μέσα από — а) изнутри, из;

    ο λαγός πετάχτηκε μέσα από τούς θάμνους — заяц выскочил из кустов; — б) под, внутри;

    μέσα από το πουκάμισο φορώ φανέλλα — под рубашкой я ношу майку; — в) сквозь, через;

    πέρασε μέσα από το δάσος — он прошёл через лес;

    3) в (самый) разгар;
    ήρθε μεσ' στο μεσημέρι он пришёл в самый полдень; μεσ' στη ζέστη в самую жару; μεσ' στην καρδιά τού χειμώνα в разгар зимы; έτρεχε μεσ' στη βροχή он бегал под дождём; 4):

    από μέσα μου — про себя;

    μιλώ (λέγω) από μέσα μου — разговаривать (говорить) про себя;

    τό σκέφθηκα από μέσα μου — я подумал (об этом) про себя;

    § μέσα σ' όλα τ' αλλά — в довершение всего;

    μέσα σε δυό μέρες πέθανε — за два дня; — он умер;

    μου πονούν τα μέσα μου — у меня всё внутри болит;

    τό κρατώ μέσα μου — я храню это в тайне;

    έχει το διάβολο μέσα του — в нём чёрт сидит; — он хитрый, ловкий или способный как чёрт;

    τώχεν μέσα του να γκρινιάζει — он нытик по природе;

    μπαίνω μέσα — а) нести убытки; — б) проигрывать в карты;

    τον βάλανε μέσα — а) его посадили (в тюрьму); — б) его ободрали как липку; — е) он проигрался;

    είναι στα μέσα και στα όξω — у него везде своя рука, свои люди;

    τον έχουν στα μέσα και στα όξω — к нему питают полное доверие;

    2. (ο, η, τό) то, что находится внутри;

    η μέσα μεριά — внутренняя сторона;

    τό μέσα μέρος — внутренняя часть

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μέσα

См. также в других словарях:

  • πονοῦν — πονέω work hard pres part act masc voc sg (attic epic doric) πονέω work hard pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιμαγγείωμα — Καλοήθης όγκος των αιμοφόρων αγγείων. Τα α. εντοπίζονται συνήθως στο δέρμα. Σπάνια μπορούν να αναπτυχθούν στα σπλάχνα, στο κεντρικό νευρικό σύστημα και στα οστά. Η ονομασία καλοήθης όγκος οδηγεί σε σύγχυση, γιατί στην πραγματικότητα τα… …   Dictionary of Greek

  • ερυθρομελαλγία — η ιατρ. νευροαγγειοκινητική διαταραχή τών μελών, τα οποία πονούν, θερμαίνονται και παίρνουν κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. erythromelalgia)] …   Dictionary of Greek

  • λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… …   Dictionary of Greek

  • ολιγαρκής — ές (Α ὀλιγαρκής, ές) αυτός που αρκείται στα λίγα, που ικανοποιείται με τα λίγα και δεν επιζητεί τα πολλά, λιτός («συμβιβαστικοί, ολιγαρκείς, μαθημένοι να πονούν τη φτώχεια», Παπαδ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀλιγαρκές η ολιγάρκεια. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • ποδαλγώ — άω, Α [ποδαλγής] μού πονούν τα πόδια, πάσχω από ποδάγρα …   Dictionary of Greek

  • σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… …   Dictionary of Greek

  • τριχίνη — Γένος νηματωδών σκουληκιών. Είναι παράσιτα του λεπτού εντέρου του ανθρώπου και πολλών θηλαστικών όπως ο χοίρος, το σκυλί, η γάτα, η αρκούδα. Η θηλυκή τ. κολλά με το τριχωτό της κεφάλι στο τοίχωμα του εντέρου και εκεί γεννά 200 1.500 ζωντανά νεαρά …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • άρθρωση — η 1. η σύνδεση δύο ή περισσότερων μερών ενός όλου: Μου πονούν οι αρθρώσεις των χεριών μου. 2. προφορά σαφής και ευκρινής των συλλαβών για σχηματισμό των λέξεων: Έχει πολύ καλή άρθρωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βλεφαρικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στα βλέφαρα: Πονούν οι βλεφαρικοί αδένες μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»